- άκραχτος
- η , ο1) не позванный; незваный, непрошеный;
έρχομαι άκραχτος — приходить без зова;
2) непоющий, некукарекающий (о петухе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έρχομαι άκραχτος — приходить без зова;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… … Dictionary of Greek
άκραχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσκλήθηκε με κραυγή: Οι κότες άκραχτες δεν έρχονται. 2. αυτός που δεν έκραξε: Ζήτησε να του ετοιμάσουν για φαγητό άκραχτους πετεινούς. 3. απρόσκλητος: Μερικοί χωριανοί είχαν έρθει άκραχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκραγος — η, ο ο άκραχτος* … Dictionary of Greek